- αζούλιστος
- και -ιγος, -η, -ο [ζουλίζω]1. αυτός που δεν ζουλίχτηκε, δεν συμπιέστηκε (αζούλιστη ντομάτα) ή δεν μπορεί να συμπιεστεί («κακό σπυρί, αζούλιστο»)2. αυτός που δεν κακοπάθησε σε συνωστισμό3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει υποστεί σύνθλιψη τών όρχεων, ο μη ευνουχισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.