αζούλιστος

αζούλιστος
και -ιγος, -η, -ο [ζουλίζω]
1. αυτός που δεν ζουλίχτηκε, δεν συμπιέστηκε (αζούλιστη ντομάτα) ή δεν μπορεί να συμπιεστεί («κακό σπυρί, αζούλιστο»)
2. αυτός που δεν κακοπάθησε σε συνωστισμό
3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει υποστεί σύνθλιψη τών όρχεων, ο μη ευνουχισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αζουλισιά — ή αζουλησιά, η [αζούλιστος] λέξη που δηλώνει την έλλειψη ευνουχισμού στα ζώα …   Dictionary of Greek

  • αζούλητος — και ηχτος, η ο [ζουλώ] ο αζούλιστος …   Dictionary of Greek

  • αζούλιαστος — και ιαχτος και ιαγος, η, ο [ζουλιάζω] ο αζούλιστος …   Dictionary of Greek

  • αζούλιγος — η, ο βλ. αζούλιστος …   Dictionary of Greek

  • αζούλιος — α, ο ο αζούλιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”